Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

OI ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Ανδρέα Γ. Δημητρόπουλου
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Διάγραμμα

Α΄. Λειτουργίες ως προς το συνολικό πολίτευμα

Β΄. Λειτουργίες σχετικές με την κυβέρνηση / διακυβέρνηση

Γ΄. Οι αναφερόμενες στον λαό λειτουργίες

 
Η δημιουργία  πλήρους και σαφούς εικόνας για τoν ρόλο και την σημασία  του   δημοψηφίσματος δεν είναι δυνατή χωρίς την μελέτη των λειτουργιών του. Η ανάλυση  των λειτουργιών του θεσμού, όπως ενισχύεται από την ιστορική εμπειρία, οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα για τον σχηματισμό συνολικής κρίσης για την χρησιμότητά του. Η μελέτη αυτή οδηγεί στην άρση αμφιβολιών και επιφυλάξεων, που μπορεί να υπάρχουν αλλά και στην δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων για την εξασφάλιση όσο το δυνατόν καλλίτερης απόδοσης  λειτουργία του θεσμού.
Η διεξαγωγή ενός και του αυτού δημοψηφίσματος επιτελεί περισσότερες λειτουργίες. Ορισμένες από τις λειτουργίες αυτές, άλλοτε τονίζονται  περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ανάλογα με την ειδικότερη συνταγματική τους διάπλαση, το υποκείμενο της πρωτοβουλίας, την προβλεπόμενη διαδικασία κλπ  Οι μερικότερες λειτουργίες ενός δημοψηφίσματος αλληλοσυνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Οι συνταγματικοπολιτικές λειτουργίες του δημοψηφίσματος είναι πολλαπλές και προς περισσότερες κατευθύνσεις. Χρήσιμη είναι η κατάταξη των λειτουγιών ανάλογα με την  κ α τ ε ύ θ υ ν σ η προς την οποία στρέφονται. Υπάρχουν λειτουργίες, που αφορούν το πολίτευμα συνολικά, την κυβέρνηση τον λαό τα κρατικά όργανα. Υπάρχουν λειτουργίες του δημοψηφίσματος, που αφορούν γενικά την λειτουργία του πολιτεύματος. Αλλες λειτουργίες στρέφονται κυρίως προς τον λαό και άλλες προς την ρύθμιση των σχέσεων των κρατικών οργάνων.  Κάθε λειτουργία δεν στρέφεται μόνο προς μία αλλά δυνατόν να αφορά περισσότερες κατευθύνσεις
α) Υπάρχουν καταρχήν λειτουργίες, που αναφέρονται συνολικά στο πολίτευμα. Πρόκειται δηλαδή για “συνολικές” λειτουργίες στην κυριολεξία του όρου. Εδώ ανήκουν κυρίως η ειρηνευτική / ενοποιητική, η σταθεροποιητική και η αναπτυξιακή  λειτουργία. Η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων έχει ευεργετικές επιδράσεις στη λειτουργία του όλου πολιτεύματος.
β) Προς τον λαό κατευθύνεται κυρίως - αλλ΄όχι μόνο - η εκπαιδευτική, η δημοκρατική και η ενεργοποιητική λειτουργία. Το δημοψήφισμα ανυψώνει το μορφωτικό επίπεδο, ενεργοποιεί τον λαό και ενισχύει σημαντικά την θέση του στην όλη πολιτειακή διαδικασία. Οι λειτουργίες αυτές έχουν γενικότερη αντανάκλαση και θετικές επιδράσεις στο όλο πολίτευμα.
β) Ενας αριθμός λειτουργιών αναφέρεται στην ρύθμιση των σ χ έ σ ε ω ν  μεταξύ  τ ω ν  ο ρ γ ά ν ω ν.Το δημοψήφισμα ρυθμίζει τις σχέσεις του λαού και άλλων  οργάνων, πχ του κοινοβουλίου ή της κυβέρνησης, είτε των άλλων οργάνων μεταξυ τους.  Εδώ ανήκει κυρίως η διαιτητική λειτουργία, όπως και η λεγόμενη διορθωτική λειτουργία αλλά και η συναινετική λειτουργία. Πρόκειται για “ρυθμιστικές λειτουργίες στην κυριολεξία του όρου.

Α΄. Λειτουργίες ως προς το συνολικό πολίτευμα

Η συμβολή του δημοψηφίσματος δεν περιορίζεται μόνο στην εξασφάλιση  δημοκρατικότερης λειτουργίας του πολιτεύματος. Παράλληλα αποτελεί αποτελεσματικό  μέσο για την γενικότερη συνταγματικοπολιτική εξέλιξη. Η  γενικότερη συνταγματικοπολιτική  χ ρ η σ ι μ ό τ η τ α του δημοψηφίσματος είναι ιδιαίτερα σημαντική και συνοψίζεται στο τρίπτυχο: πολιτική σταθερότητα, οικονομική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη.
Οπως αποδεικνύει  η παλαιότερη  και πρόσφατη ιστορική εμπειρία σε διάφορες χώρες,  η εφαρμογή του θεσμού οδηγεί σε πολιτική σταθερότητα[1]. Η πολιτική σταθερότητα βασίζεται στο ότι οι αποφάσεις του λαού γίνονται σεβαστές, δεν αμφισβητούνται και κατά συνέπεια δεν μεταβάλλονται εύκολα. Το κοινοβούλιο δεν αποφασίζει με ευκολία  την μεταρύθμιση των αποφάσεων του λαού και εξαφανίζεται έτσι ή περιορίζεται σημαντικά το αρνητικό φαινόμενο των αλεπάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων, που πλήττει καίρια την ασφάλεια του δικαίου και έχει ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις. Ανεξάρτητα από την νομική τους δύναμη οι δημοψηφισματικές αποφάσεις ασκούν σημαντικότατη επίδραση, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των κοινοβουλευτικών νόμων, που τους προσδίδει ιδιαίτερη αντοχή στο πέρασμα του χρόνου. Το ιδιαίτερα αξημένο κύρος  και η διάρκεια των δημοψηφισματικών αποφάσεων δημιουργεί ουσιαστική πολιτική σταθερότητα.
 Ομως η πολιτική σταθερότητα οδηγεί αναγκαία σε ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή  σταθερότητα και η οικονομική σταθερότητα σε οικονομική ανάπτυξη. Το δημοψήφισμα δημιουργεί έτσι το απαραίτητο κλίμα, την απαραίτητη βάση για κυβερνητική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη.  Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνει η συνταγματικοπολτική πραγματικότητα των χωρών, που έχουν προχωρήσει σε ευρεία εφαρμογή του θεσμού.

β. Ειρηνευτική  λειτουργία     

Πέρα των άλλων περιπτώσεων, απαραίτητη είναν καταρχήν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος κυρίως σε φάσεις  έ ν τ ο ν η ς   δ ι α φ ω ν ί α ς  κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Δεν λείπουν πράγματι οι περιπτώσεις στην συνταγματικοπολιτική ζωή,  στις οποίες  η αντιδικία των πολιτικών κομμάτων  οξύνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θέτει σε αμφισβήτηση και αυτή την ίδια την  πολιτική νομιμοποίηση της  κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Εφόσον πρόκειται για μεγάλα ζητήματα, που διχάζουν τον λαό, η άμεση λύση, η λύση του δημοψηφίσματος είναι πολύ πιο πρόσφορη από την έμμεση, μέσω αντιπροσώπων. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός, ότι το δημοψήφισμα εμφανίζεται  στις διάφορες χώρες, σε περιπτώσεις  έντονων  πολιτικών διαφωνιών[2]. Το συνταγματικοπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κυοφορήθηκε το δημοψήφισμα είναι οπωσδήποτε εκείνο των έντονων έριδων και αντιπαραθέσεων.
Από την φύση του το δημοψήφισμα είναι ο κατεξοχήν θεσμός, που προσφέρεται για την άρση μεγάλων αμφισβητήσεων, για την λύση φλεγόντων ζητημάτων και για την άμβλυνση οξύτατων αντιθέσεων. Εφόσον υπάρχει έντονη διάσταση απόψεων για τους χειρισμούς και την λύση, που επιδιώκεται να δοθεί σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα ή την νομική ρύθμιση, που εισάγεται για κοινωνικό ζήτημα, η διεξαγωγή  δημοψηφίσματος  αποτελεί ίσως την πλέον πρόσφορη λύση, για τον τερματισμό των διαφωνιών και την εξασφάλιση κοινωνικής ειρήνης.
 Το δημοψήφισμα λειτουργεί ως μέσο υπέρβασης των αντιθέσεων άμβλυσνης και αποκλιμάκωσης των  πολιτικών εντάσεων.  Ο εξισορροπητικός αυτός ρόλος του δημοψηφίσματος το καθιστά  πρόσφορο μέσο πρόληψης και αποτροπής των κρίσεων.  Το δημοψήφισμα αποτελεί το καλλίτερο ίσως  μ έ σ ο   τ ε ρ μ α τ ι σ μ ο ύ των διαφωνιών, το καλλίτερο μέσο για την εξασφάλιση εθνικής  ενότητας και κοινωνικής ειρήνης.Το δημοψήφισμα - και αυτό έχει πράγματι αποδειχθεί ιστορικά - λειτουργεί ως "β α λ β ί δ α    ε κ τ ό ν ω σ η ς" του συνταγματικοπολιτικού συστήματος. Η λειτουργία αυτή είναι εξαιρετικά χρήσιμη ή και "σωτήρια", σε ορισμένες ιστορικές φάσεις, στις οποίες το συνταγματικοπολιτικό σύστημα "παγιδεύεται" εξαιτίας εντονώτατων αντιθέσεων[3]. Η προσφυγή σε δημοψήφισμα έχει επομένως ευεργετικές επιδράσεις, διότι διευκολύνει την εκτόνωση του πολιτικού συστήματος και την υπέρβαση των αντιθέσεων.  Αποτελεί έτσι τον πλέον αποτελεσματικό και αδιαμφισβήτητο συνταγματικό μηχανισμό ειρηνικής και αποτελεσματικής επίλυσης διαφορών.

γ. Ενωτική λειτουργία

Το δημοψήφισμα ασκεί ενοποιητική επίδραση  στον βαθμό, που  κανένας άλλος θεσμός δεν μπορεί να ασκήσει. Αποτελεί την κατεξοχήν διαδικασία σύνθεσης του λαού σε ενιαίο σύνολο και συνιστά σημαντικό παράγοντα πολιτικής ενοποίησης.Ο ρόλος αυτός του δημοψηφίσματος είναι ιδιαίτερα ουσιαστικός και συμβάλει σημαντικά στην πολιτική ολοκλήρωση (intergrierende Funktion), καθόσον συνενώνει τα πολιτικά συγκρουόμενα μέρη[4].
Αυτό το ίδιο το δημοψήφισμα ως διαδικασία επίλυσης πολιτικών διαφορών και η παρεχόμενη με αυτό λύση, περιβαλλόμενη το  α υ ξ η μ έ ν ο   κ ύ ρ ο ς  της απόφασης του εκλογικού σώματος, είναι καθολικά αποδεκτή  Εφόσον δεν αμφισβητείται το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, εφόσον δηλαδή η δημοψηφισματική διαδικασία έχει διεξαχθεί κατά τρόπο νόμιμο, η παρεχόμενη με το δημοψήφισμα λύση  είναι αναμφισβήτητη. Κανένας δεν μπορεί να αντιλέξει οτιδήποτε στην απόφαση του εκλογικού σώματος. Η απόφαση του λαού είναι πάντοτε σεβαστή και υπολογίσιμη.


δ. Σταθεροποιητική λειτουργία          

Το δημοψήφισμα αποτελεί παράγοντα κυβερνητικής σταθερότητας.Η σταθεροποιητική λειτουργία του δημοψηφίσματος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες του στο σύγχρονο κράτος. Η πολιτική σταθερότητα ανήκει στις μεγάλες προσφορές του θεσμού του δημοψηφίσματος. Η σταθεροποιητική αυτή λειτουργία έχει περισσότερες διαστάσεις. Εχει καταρχήν χρονική αναφορά. Το δημοψήφισμα συμβάλλει στην σταθεροποίηση του πολιτικού  συστήματος διότι οι αποφάσεις του έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερη διάρκεια και “αντέχουν στον χρόνο” πολύ περισσότερο από εκείνες των αντιπροσώπων.
Ο “οριστικός χαρακτήρας” αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των δημοψηφισματικών αποφάσεων.  Σε αντίθεση με απόφάσεις άλλων οργάνων οι αποφάσεις του εκλογικού σώματος είναι “οριστικές” και ο  χαρακτήρας αυτός οφείλεται σε περισσότερους λόγους. Πράγματι το δημοψήφισμα  συμβάλλει, λόγω της  δ ι ά ρ κ ε ι α ς των αποφάσεων του λαού  στην δημιουργία πολιτικής σταθερότητας. Οι λαμβανόμενες με το δημοψήφισμα αποφάσεις περιβάλλονται με  ιδιαίτερο κύρος. Οι αποφάσεις, που λαμβάνονται από τον λαό, πέρα από το ζήτημα της νομικής ισοτιμίας προς τους κοινούς νόμους, είναι αποφάσεις, που δεν μεταβάλλονται εύκολα. Παρά το ότι από νομική άποψη είναι δυνατή η κατάργησή τους με νόμο, το κοινοβούλιο δεν αντιτίθεται, αν δεν υπάρχει σοβαρότατος λόγος, στις απαοφάσεις του εκλογικού σώματος.  Για την αλλαγή τους, έστω και αν νομικά αρκεί η κοινοβουλευτικη διαδικασία απαιτείται βασικά και πάλι δημοψήφισμα. Ετσι η δημοψηφισματική διαδικασία  αναπτύσσει πολύτιμη σταθεροποιητική λειτουργία.
Μεγάλη είναι η συμβολή του δημοψηφίσματος στην δημιουργία πολιτικής σταθερότητας η οφειλόμενη στην “οριστικού” χαρακτήρα άρση των αμφισβητήσεων.  Με το δημοψήφισμα όχι μόνον παρέχονται λύσεις, αλλά παρέχονται κατά τρόπο, που οδηγεί στην οριστική άρση της αμφισβήτησης. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά τις αποφάσεις του εκλογικού σώματος. Το δημοψήφισμα δεν αποτελεί απλά και μόνο το πλέον κατάλληλο μέσο για την άρση αμφισβητήσεων, αλλά και το πλέον κατάλληλο μέσο για την “οριστική” άρση των συγκρούσεων και την παροχή οριστικών λύσεων. Οι λαμβανόμενες από αντιπροσώπους (κοινοβούλια κυβερνήσεις)  συχνά συναντούν έντονη αμφισβήτηση, που  συνεχίζεται  πολλές φορές και αμέσως μετά την λήψη τους.  Αποτέλεσμα της αμφισβήτησης είναι η δημιουργία πολιτικής αναταραχής και αστάθειας. Αντίθετα οι αποφάσεις του λαού περιβαλλόμενες με αυξημένο κύρος είναι αποφάσεις που αντέχουν στον χρόνο. Με το δημοψήφισμα όχι μόνον αίρονται, αλλ΄αίρονται “οριστικά” οι αμφισβητήσεις, δηλαδή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία έχει ως αποτέλεσμα την λήψη διαφόρων μέτρων, τα οποία  δεν είναι πάντοτε επιβεβλημένα. Εναλλαγές αυτής της μορφής, συναντώνται ακόμη και σε περιπτώσεις  αλλαγής υπουργών του ιδίου κόμματος. Η αλλαγή πολιτικής οδηγεί σε νομοθετικές αλλαγές. Ομως οι συχνές νομοθετικές μεταβολές αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κυβερνητικής αστάθειας με την ουσιαστική έννοια του όρου[5].  Το δημοψήφισμα θέτει φραγμούς στις άσκοπες νομοθετικές μεταβολές και αποτελεί το καταλληλότερο  μέσο χάραξης εθνικής - υπερκομματικής  πολιτικής, θεσμό υπερκομματικής λύσης διαφορών, οι οποίες και για τον λόγο αυτό αντέχουν στον χρόνο[6].

2. Λειτουργίες  σχετικές με τους αντιπροσώπους



α. Η συναινετική λειτουργία

Ανεξάρτητα από την συνταγματική πρόβλεψη ελεύθερης ή δεσμευτικής εντολής, ανεξάρτητα από την “νομική ικανότητα” των αντιπροσώπων να παίρνουν αποφάσεις “ερήμην του λαού”, δεν αμιφισβητείται σήμερα, ότι η συναίνεση αποτελεί την βάση του συνταγματικοπολιτικού συστήματος. Οι αποφάσεις των αντιπροσώπων και ιδιαίτερα εκείνες που λαμβάνονται χωρίς την συμμετοχή του λαού, πρέπει να έχουν την συναίνεσή του προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.  Το δημοψήφισμα αποτελεί συνταγματικό μηχανισμό παραγωγής συναίνεσης και από την άποψη αυτή επιδρά θετικά στις σχέσεις αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων.  
Οχι μόνον η διεξαγωγή αλλά και αυτή η συνταγματική πρόβλεψη του θεσμού είναι ικανές να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο συνταγματικοπολιτικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από εκείνο του αμιγούς αντιπροσωπευτικού συστήματος. Το δημοψήφισμα αίρει τις αντιπαραθέσεις και δημιουργεί ένα γενικότερο πλαίσιο συναίνεσης αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων επιδρώντας καταλυτικά στην διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους. Η δυνατότητα  ενεργοποίησης της δημοψηφισματικής διαδικασίας από την αντιπολίτευση υπαγορεύει στην κυβέρνηση  άλλου είδους συμπεριφορά. Η συνταγματική πρόβλεψη του δημοψηφίσματος με πρωτοβουλία των πολιτών επηρεάζει σημαντικά την συμπεριφορά των αντιπροσώπων. Δεν είναι επομένως μόνον αυτές οι ίδιες οι αποφάσεις, που λαμβάνονται από τον λαό μέσω της δημοψηφισματικής διαδικασίας αλλά και το γενικότερο συναινετικό κλίμα, που δημιουργεί η παρουσία του θεσμού. Με το δημοψήφισμα επιτυχάνεται η “ευθιγράμμιση”, η “εναρμόνιση”  αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων και εξασφαλίζεται έτσι η συναίνεση που έιναι απραίτητη για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.

β. Ελεγκτική λειτουργία

Το δημοψήφισμα αποτελεί συνταγματικό θεσμό μέσα από τον οποίο καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των αντιπροσώπων. Ο ελεγκτικός αυτός ρόλος ενδυναμώνεται και γίνεται πράγματι ουσιαστικός, εφόσον το δημοψήφισμα συνδυάζεται με την δημοψηφισματική πρωτοβουλία των πολιτών[7].
Η ελεγκτική διάσταση  αναδεικνύεται περισσότερο σε ορισμένα είδη δημοψηφίσματος. Αυτό συμβαίνει πχ στις περιπτώσεις, που το δημοψήφισμα συνδέεται με προηγούμενη πράξη του κοινοβουλίου, αφορά λχ την κατάργηση ψηφισμένου νομοσχεδίου. Στις περιπτωσεις αυτές  η βασική λειτουργία της δημοψηφισματικής διαδικασίας έγκειται  στον έλεγχο, που ασκεί το εκλογικό σώμα στο νομοθετικό σώμα, στο κοινοβούλιο[8].

γ. Διορθωτική λειτουργία

Το δημοψήφισμα θεωρείται επίσης ως μέσο διόρθωσης των ατελειών του ακραιφνούς αντιπροσωπευτικού συστήματος, ως μέσο μετριασμού  ή και αποφυγής των υπερβολών στις οποίες  μπορεί να οδηγήσει  η εφαρμογή του. "ακροτήτων"  του. Από την άποψη  αυτή το δημοψήφισμα θεωρείται περισσότερο ως μέσο συντήρησης παρά ως μέσο αλλοίωσης του αντιπροσωπευτικού συστήματος.
475. Αποκλίσεις της θέλησης της λαϊκής αντιπροσωπείας από την πραγματική θέληση του λαού, διορθώνονται με μεθόδους άμεσης δημοκρατίας. Αποκτά έτσι ουσιαστικό περιεχόμενο  η αρχή της ταυτότητας κοινοβουλίου και λαού.


δ. Νομιμοποιητική λειτουργία του δημοψηφίσματος

 Στην επιστήμη επανειλημένα εντοπίζεται η νομιμοποιητική λειτουργία (Legitimationfunktion, fonction legimatrice) του δημοψηφίσματος[9], η οποία συνδέεται αλλά δεν ταυτίζεταιμε την επικυρωτική.  Οπως υποστηρίζεται, η νομιμοποιητική λειτουργία του δημοψηφίσματος βασίζεται στην ιδέα ότι οι αντιπρόσωποι διαθέτουν περιωρισμένη εντολή (mandat limite)[10]. Οι αντιπρόσωποι εκλέγονται για να παίρνουν αποφάσεις, που ανάγονται στην "τρέχουσα πολιτική" (domaine de la politique ordinaire). Δεν μπορούν όμως να παίρνουν σε τελευταίο βαθμό τις σπουδαιότερες αποφάσεις κυρίως εκείνες, που αφορούν την θεμελίωση της εξουσίας τους ή το γενικότερο πλαίσιο μέσο στο οποίο θα την ασκήσουν. Αυτές οι αποφάσεις πρέπει να παραμένουν στην αρμοδιότητα των εντολέων, δηλαδή του λαού, ο οποίος και θα τις λαμβάνει μέσα από την δημοψηφισματική διαδικασία[11].
 Το δημοψήφισμα συντελεί αναμφισβήτητα μια εξαιρετικά χρήσιμη "νομιμοποιητική" λειτουργία[12]. Η νομιμοποιητική αυτή λειτουργία βασίζεται στον χαρακτήρα του δημοψηφίσματος ως διαδικασίας παραγωγής συναίνεσης ( konsenserzeugendes Verfahren) [13], στην γενική παραδοχή της δημοψηφισματικής διαδικασίας

ε. Eπικυρωτική λειτουργία

Επικυρωτική  (Bestaetigungsfunktion[14]) - ή αντίστοιχα απορριπτική -  είναι η λειτουργία του δημοψηφίσματος σε όλες τις περιπτώσεις, που προηγείται  απόφαση  άλλου κρατικού οργάνου. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές έχει ήδη ληφθεί η απόφαση και η ίδια αυτή ειλημμένη απόφαση τίθεται και πάλι σε κρίση, του λαού αυτή τη φορά, ως "δευτεροβάθμιου οργάνου". Ο λαός δεν αποφασίζει “πρωτογενώς”  ο ίδιος, αλλά κρίνει την απόφαση, που έχει ήδη ληφθεί.  Η μεσολάβηση προηγούμενης απόφασης κρατικού οργάνου  δεν μειώνει την σημασία της απόφασης του εκλογικού σώματος[15].
Επικυρωτική είναι πχ η λειτουργία του λεγομένου “κλασσικού δημοψηφίσματος” (referendum), με το οποίο τίθεται στην κρίση του λαού προηγούμενη απόφαση του νομοθετικού σώματος.   Δυνατό η προηγούμενη απόφαση να προέρχεται όχι από από τη νομοθετική αλλά από την εκτελεστική εξουσία.


στ. Διαιτητική   λειτουργία

Στις "κλασικές" λειτουργίες του δημοψηφίσματος ανήκει η διαιτητική λειτουργία (arbitratorische Funktion) [16].  Η ύπαρξη διαφωνίας αποτελεί την ratio της διεξαγωγής  του διαιτητικού δημοψηφίσματος. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές τίθεται στην κρίση του λαού, ως ανωτάτου οργάνου του κράτους η διαφωνία άλλων ανώτερων κρατικών οργάνων[17]. Με το δημοψήφισμα ο λαός ως "διαιτητής" τέμνει”, "λύνει” την διαφορά των  κρατικών οργάνων και αίρει την διαφωνία,εκασφαλίζοντας έτσι την ομαλή λεθτουργία του πολιτεύματος. Το δημοψήφισμα "αίρει την αμφισβήτηση", "τέμνει την διαφορά". Επιτελεί έτσι "αποφασιστική" “διαιτητική” λειτουργία. Αυτή η ίδια η απόφαση του λαού περιβάλλεται ιδιαίτερο κύρος και αποτελεί αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα των δημοψηφισματικών αποφάσεων.Αυτός ο διαιτητικός ρόλος του εκλογικού σώματος προκύπτει και ενισχύεται από την ανώτατη θέση του στην κρατική ιεραρχία. Στις περιπτώσεις που το δημοψήφισμα προσλαμβάνει διαιτητικό χαρακτήρα πρόκειται  για "λαϊκή ετυμηγορία” στην κυριολεξία του όρου.
  Η συνηθέστερη περίπτωση διατητικού δημοψηφίσματος είναι εκείνη της “δ ι α φ ω ν ί α ς   κ ο ρ υ φ ή ς”,  μεταξύ αρχηγού του κράτους και κυβέρνησης. Πράγματι στις περισσότερες περιπτώσεις το διαιτητικό δημοψήφισμα γίνεται αντιληπτό ως η διαδικασία εκείνη, με την οποία τίθεται στην κρίση του λαού, δίκην διαιτητού,  διαφωνία μεταξύ του αρχηγού του κράτους και της κυβέρνησης κατά συνέπεια και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που την στηρίζει.  Σε συνταγματικό πλαίσιο αυξημένων προεδρικών αρμοδιοτήτων, το διαιτητικό δημοψήφισμα της παραπάνω μορφής αποτελεί σύνηθες συνταγματικό μέσο[18].
Ιδιαίτερη σημασία έχει και στην περίπτωση του διαιτητικού δημοψηφίσματος η δημοψηφισματική πρωτοβουλία. Βασική προϋπόθεση για την λειτουργία του διαιτητικού δημοψηφίσματος  είναι να εξασφαλίζεται η δημοψηφισματική πρωτοβουλία σε όλα τα μέρη μεταξύ των οποίων το εκλογικό σώμα θα δράσει ως διαιτητής κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη.
Ως διαιτητικό δημοψήφισμα είχε συλλάβει και θεσπίσει τον θεσμό ο έλληνα συντακτικός νομοθέτης το 1975, ο οποίος, διατηρώντας το κοινοβουλευτικό  σύστημα φρόντισε να ενισχύσει τις αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας[19].  Μάλιστα το διαιτητικό δημοψήφισμα του Σ.75 διαμορφώθηκε ως προεδρικό δημοψήφισμα, καθόσον την δημοψηφισματική πρωτοβουλία είχε αποκλειστικά και μόνον ο πρόεδρος της Δημοκρατίας[20].  Το διαιτητικό δημοψήφισμα καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 1986.

Β΄. Λειτουργίες σχετικές με την κυβέρνηση / διακυβέρνηση


1. Το δημοψήφισμα ως μέσο καθορισμού κυβερνητικής πολιτικής (κυβερνητική λειτουργία)


Το δημοψήφισμα αποτελεί  μέσο  κ α θ ο ρ ι σ μ ο ύ  κρατικής (κυβερνητικής πολιτικής). Επιτελεί επομένως "κυβερνητική λειτουργία" με την έννοια, ότι καθορίζει την γενικότερη ή ειδικότερη πολιτική του κράτους[21]. Είναι μέσο καθορισμού κυβερνητικής πολιτικής και  μάλιστα "πάγιας".
  Η κυβερνητική αυτή λειτουργία του δημοψηφίσματος είναι ανεξάρτητη από το υποκείμενο της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας, από το αν διεξήχθη με πρωτοβουλία της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης. Κυβερνητική λειτουργία δεν επιτελεί μόνο το “κυβερνητικό” αλλά και το “αντιπολιτευτικό” δημοψήφισμα. Η κυβερνητική λειτουργία επιτελείται αντικειμενικά ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του συγκεκριμένου αποτελέσματος του δημοψηφίσματος,  αν δηλαδή είναι σύμφωνο ή αντίθετο προς τις επιδιώξεις της κυνέρνησης.,  αν  η ετυμηγορία του λαού συμφώνησε με την κυβερνητική άποψη ή με εκείνη της αντιπολίτευσης, εφόσον είχαν εκδηλωθεί τέτοιες απόψεις. Σε κάθε περίπτωση το δημοψήφισμα αποτελεί μέσο καθορισμού κρατικής πολιτικής.
Το δημοψήφισμα αποτελεί επίσης  αποτελεσματικό συνταγματικό μέσο  α λ λ α γ ή ς  της κυβερνητικής πολιτικής. Εφόσον η κυβέρνηση με τις προεκλογικές ή προγραμματικές της δηλώσεις έχει δεσμευτεί για την λύση  συγκεκριμένου θέματος προς ορισμένη κατεύθυνση και κρίνει, ότι η μεταβολή των συνθηκών επιβάλλει διαφορετική λύση, το δημοψήφισμα αποτελεί το προσφορότερο μέσο  "νομιμοποίησης" αυτής της αλλαγής.  
Κατά τον ίδιο τρόπο το δημοψήφισμα αποτελεί πρόσφορο  μέσο έκφρασης της λαϊκής θέλησης σε έκτακτα και  ε π ε ί γ ο ν τ α θέματα (emergency). Πρόκειται δηλαδή για θέματα, τα οποία έκτακτα εμφανίστηκαν στο πολιτικό προσκήνιο και η λύση τους επείγει. Εφόσον η κυβέρνηση επιθυμεί την λύση των θεμάτων αυτών σύμφωνα με την θέληση του εκλογικού σώματος, μπορεί να προσφύγει σε δημοψήφισμα.
Το δημοψήφισμα αποτελεί μέσο καθορισμού οποιασδήποτε μορφής πολιτικής επομένως και μέσο άσκησης  εξωτερικής πολιτικής. Ιδιαίτερα  χρήσιμη μπορεί  να είναι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος προκειμένου να καταδείξει και προς τα έξω την ομοψυχία του λαού σε συγκεκριμένο εθνικό θέμα. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές διεξάγεται δημοψήφισμα όχι για να διαγνωσθεί η λαϊκή θέληση, η οποία είναι εκ των προτέρων γνωστή, αλλ' ακριβώς  για να καταδειχθεί η συντριπτική πλειοψηφία αυτής της θέλησης προς τα έξω, ως άσκηση πίεσης για την λύση  εθνικών θεμάτων[22].[23].


2. Συμπολιτευτική -  αντιπολιτευτική λειτουργία


Η έννοια της κυβερνητικής - αντιπολιτευτικής λειτουργίας του δημοψηφίσματος έχει ευρύτερο περιεχόμενο και δεν ταυτίζεται με την διάκριση σε κυβερνητικό και αντιπολιτευτικό δημοψήφισμα.   Η βασική αντίθεση γύρω από την οποία περιστρέφεται η κίνηση του σύχρονου πολιτεύματος είναι η αντίθεση συμπολίτευσης -  αντιπολίτευσης. Ενώ η κυβερνητική λειτουργία του δημοψηφίσματος, δηλαδή ο ρόλος του ως μέσου καθορισμού κυβερνητικης πολιτικής είναι ανεξάρτητος από το αποτέλεσμα, αντίθετα ο συμπολιτευτικός ή αντιπολιτευτικός ρόλος του συγκεκριμένου δμοψηφίσματος εξαρτάται από το περιεχόμενο του αποτελέσματος της συγκεκριμένης δημοψηφισματικής διαδικασίας.  Η συμπολιτευτική λειτουργία είναι παράλληλη προς την αντιπολιτευτική  λειτουργία του δημοψηφίσματος.
Η εκδήλωση της συμπολιτευτικής ή της αντιπολιτευτικής λειτουργίας είναι ανεξάρτητη από την δημοψηφισματική πρωτοβουλία. Το δημοψήφισμα μπορεί να λειτουργήσει αντιπολιτευτικά και στις περιπώσεις, που την πρωτοβουλία κίνησης της διαδικασίας είχε η κυβέρνηση.
Αντίθετα μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της κυβέρνησης (συμπολιτευτικά), έστω και αν η διδικασία κινήθηκε από την αντιπολίτευση. Εντούτοις η αντιπολιτευτική λειτουργία καθίσταται περισσότερο πιθανή, εφόσον το δημοψήφισμα διαπλάσσεται και ως αντιπολιτευτικό, εφόσον δηλαδή δυνατότητα κίνησης της διαδικασίας για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος έχει και η αντιπολίτευση. Προϋπόθεση της εκδήλωσης της συμπολιτευτικής / αντιπολιτευτικής λειτουργίας είναι, ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν λάβει αντίθετες θέσεις στο υπό δημοψήφισμα ζήτημα και έχουν επομένως δεσμευτεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα να ερμηνεύεται ως υπέρ της μιας και κατά της άλλης πλευράς. Πχ η αντιπολιτευτική λειτουργία εκδηλώνεται έντονα, εφόσον η κυβέρνηση έχει πάρει θέση σε συγκεκριμένο ζήτημα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι αντίθετο προς τις κυβερνητικές επιδιώξεις[24].  Μεγάλη είναι η σημασία της αντιπολιτευτικής λειτουργίας του πολιτεύματος για την εκδήλωση της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης[25]


3. Το δημοψήφισμα ως μέσο έκφρασης εμπιστοσύνης / δυσπιστίας 


Παράλληλος προς την συμπολιτευτική / αντιπολιτευτική λειτουργία είναι  ο ρόλος του δημοψηφίσματος ως μέσου έκφρασης εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Η  δημοψηφισματική διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο έκφρασης  εμπιστοσύνης ή  δυσπιστίας του εκλογικού σώματος προς την κυβέρνηση κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου[26].
Αυτό μπορεί να συμβεί κυρίως στις περιπτώσεις, στις οποίες η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί διότι έχει λάβει  θέση στα συγκεκριμένα ζητήματα, που τίθενται στην κρίση του λαού  συνδέοντας με τον τρόπο αυτό η ίδια την παραμονή της σην εξουσία με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.  Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται ακόμη περισσότερο η ευχέρεια  στην  αντιπολίτευση  να εκμεταλλευτεί την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ως ευκαιρία για την άσκηση γενικότερης κριτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμη  και στην ανατροπή της κυβέρνησης.  Πράγματι, αν η δημοψηφισματική διαδικασία απολήξει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς εκείνο, το οποίο επιδιώκει η κυβέρνηση, τότε ερμηνεύται ως “ψήφος δυσπιστίας” του εκλογικού σώματος και δεν αποκλείεται να οδηγηθεί σε παραίτηση.
 Εφόσον το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι σύμφωνο προς τις κυβερνητικές θέσεις, λειτουργεί ως ένα είδος “ψήφου εμπιστοσύνης”, που ενισχύει σημαντικά την κυβέρνηση. Η ενισχυτική αυτή δύναμη του δημοψηφίσματος, ιδιαίτερα ορατή στην συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα[27].
 Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την υλοποίηση της απόφασης του εκλογικούσώματος ανεξάρτητα από το αν  συμφωνεί ή διαφωνεί με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.



Γ΄. Οι αναφερόμενες στον λαό λειτουργίες


1. Εκπαιδευτική λειτουργία


H εκπαιδευτική  λειτουργία του δημοψηφίσματος επισημαίνεται στην επιστήμη διαφόρων κρατών και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ[28]. Η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων επιτελεί σημαντική εκπαιδευτική - επιμορφωτική λειτουργία (edukatorische Funktion, educative function) και συμβάλει σημαντικά στην ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού[29]. Αυτή η ίδια η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος συνιστά επιμορφωτική διαδικασία και έναυσμα γενικότερης επιμορφωτικής λειτουργίας. Το δημοψήφισμα αποτελεί  διαδικασία “επιμόρφωσης” και ενεργοποίησης του λαού. Αυτή η ίδια η διαδικασία του δημοψηφίσματος συντελεί σημαντικά στην "επιμόρφωση" του εκλογικού σώματος στην άνοδο του μορφωτικού και πολιτικού επιπέδου του λαού και στην ενεργοποίησή του. Η επιμορφωτική λειτουργία έχει δύο διαστάσεις, στενότερη και ευρύτερη.
Η  σ τ ε ν ή διάσταση της εκπαιδευτικής λειτουργίας αφορά τα συγκεκριμένα θέματα, για τα οποία διεξάγεται δημοψήφισμα. Κυρίως η δημοψηφισματική περίοδος είναι “περίοδος  πληροφόρησης και επιμόρφωσης”, πάνω στα συγκεκριμένα θέματα, που πρόκειται να τεθούν στην κρίση του λαού.
Αυτή η ίδια η διαδικασία διεξαγωγής  δημοψηφίσματος παρέχει ευκαιρία ανταλλαγής επιχειρημάτων και γνωμών υπέρ και κατά των υποστηριζόμενων απόψεων. Πολιτικά κόμματα, επαγγελματικές και άλλες ενώσεις, σωματεία, διάφορες οργανώσεις συμμετέχουν στην διαδικασία ενημέρωσης των ψηφοφόρων, την οποία διευκολύνουν σημαντικά τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στο πλαίσιο  της γενικότερης αυτής διαδικασίας του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού ο κάθε πολίτης σχηματίζει την δική του γνώμη. 
Σύνηθες φαινόμενο, που εμφανίζεται κυρίως την προδημοψηφισματική περίοδο, είναι η δημιουργία  ε π ι τ ρ ο π ώ ν, ενώσεων προσώπων, προσωρινού ως επί το πλείστον χαρακτήρα, οι οποίες και αναλαμβάνουν την προβολή συγκεκριμένων θέσεων, υπέρ ή κατά των ερωτημάτων, που τίθενται στην κρίση του λαού. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι, όπως έχει αποδείξει η μέχρι σήμερα δημοψηφισματική πρακτική, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ενώσεις αυτές προσώπων και “επιτροπές στήριξης” και προβολής απόψεων, έχουν διακομματική σύνθεση και κατά συνέπεια “υπερκομματικό χαρακτήρα”.
 Η εκπαιδευτική λειτουργία του δημοψηφίσματος δεν ανάγεται μόνο στα θέματα, στα οποία αναφέρεται κάθε συγκεκριμένη δημοψηφισματική διαδικασία, αλλά και στην διαμόρφωση της  γ ε ν ι κ ό τ ε ρ η ς   σ τ ά σ η ς  του πολίτη[30]. Η διενέργεια δημοψηφισμάτων οδηγεί τον πολίτη στην συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της συμμετοχής του και η επίγνωση των αποτελεσμάτων αυτής της συμμετοχής οδηγεί στην όλο και μεγαλύτερη ενεργοποίησή του[31].
Η θέση ερωτημάτων στην κρίση του λαού είναι το καλλίτερο μέσο για την διάπλαση υπεύθυνων πολιτών. Το δημοψήφισμα αποτελεί βασικό μέσο ενεργοποίησης του πολίτη και ταυτόχρονα αποτελεσματικότατο μέσο καταπολέμησης της απολιτικοποίησης και όλων των αρνητικών της συνεπειών. 
Πράγματι η δημοψηφισματική διαδικασία είναι ο βασικότερος συντελεστής ανόδου του συναισθήματος ευθύνης του και κατά συνέπεια του ενδιαφέροντος για τα κοινά του κάθε πολίτη. 
Εφόσον ο λαός καλείται να αποφασίσει μέσα από δημοψηφισματικές διαδικασίες, ο κάθε πολίτης  γνωρίζει καλά, ότι ο ίδιος θα υποστεί τα αποτελέσματα των αποφάσεών του. Είναι επομένως εύλογο να αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του  και κατά συνέπεια φροντίζει να πληροφορηθεί, όσο το δυνατόν καλλίτερα για την ουσία των θεμάτων, που τίθενται στην κρίση του. Αντίθετα εφόσον δεν υπάρχουν διαδικασίες άμεσης συμμετοχής του πολίτη, ενισχύεται η αδιαφορία και η απολιτικοποίηση. Το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά διαρκώς μειώνεται.


2. Το δημοψήφισμα ως μέσο έκφρασης και ενίσχυσης της συνταγματικής θέσης του λαού. Η δημοκρατική λειτουργία


Το δημοψήφισμα είναι το βασικό μέσο, με το οποίο καθίσταται δυνατή  η έκφραση της θέλησης του λαού κατά άμεσο τρόπο. Αποτελεί επομένως το δημοψήφισμα βασικό μέσο ενίσχυσης της συνταγματικής θέσης του εκλογικού σώματος, μέσο  υλοποίησης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η δημοκρατική αυτή λειτουργία, ή “λειτουργία  εκδημοκρατισμού” ανάγεται σε όλο το συνταγματικοπολιτικό σύστημα.
  Με το δημοψήφισμα ο λαός ερωτάται για βασικά ζητήματα που απασχολούν. Το δημοψήφισμα είναι ο βασικότερος θεσμός  συμμετοχής του λαού στην άσκηση της εξουσίας.  Η σημασία του είναι πολύ μεγάλη, αποτελεί στην κυριολεξία τον θεσμό των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η διαφορά του δημοψηφίσματος από την δημοκρατία είναι ποσοτική.





1.     




[1] Αυτό συνέβη ακόμη και σε χώρες στις οποίες έχει διαμορφωθεί όχι δικομματικό αλλά πολυκομματικό σύστημα και οι πολιτικές δυνάμεις διαμοιράζονται σε περισσότερα πολιτικά κόμματα.. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα στο σημείο αυτό παρέχει η Ιταλία.
[2] Στα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ανήκει η διεξαγωγή, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, πολιτειακών και καταστατικών δημοψηφισμάτων. 
[3] Οπως παρατηρεί ο P e s t a l o z z a, το δημοψήφισμα εξασφαλίζει "die politische schlichtung auf Zeit". Βλ. Popularvorbehalt, σ. 92 επ.-  Για την spannungsmildernde Funktion του δημοψηφίσματος, βλ. M a i h o f e r, Handbuch des Verfassungrechts σ. 1412, εκδ. Benda/Maihofer/Vogel.-
[4] Για την συνθετική λειτουργία (intergrierende Funktion) βλ. H u b e r,  Gesetzesreferendum, σ. 21.-
[5] Η συχνή μεταβολή της νομοθεσίας αποτελεί αρνητικό παράγοντα και σημαντικό συντελεστή κυβενρητικής και πολιτειακής αστάθειας Είναι πράγματι προτιμότερη η μακρόχρονη και “καλή εφαρμογή” , “κακού” νόμου”, παρά η συνεχής μεταβολή της νομοθεσίας, με τέτοια συχνότητα, που οδηγεί στην δημιουργία αβεβαιότητας και την έλλειψη εμιστοσύνης. 
[6] Το δημοψήφισμα θέτει φραγμούς σε βιαστικές νομοθετικές μεταβολές. Οι αλλαγές της νομοθεσίας είναι συχνότατες και αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις εναλλαγής κομμάτων στην εξουσία, αλλά και στις περιπτώσεις αλλαγής υπουργών του ίδιου κόμματος. Δημιουργείται έτσι μια γενικότερη αστάθεια. Το δημοψήφισμα  αποτελεί το καλλίτερο μέσο για την παγίωση ολόκληρων τομέων πολιτικής.  Ο πολιτικός ανταγωνισμός ανάγεται πολλές φορές σε ακρότητες. Πολλές φορές γίνονται αλλαγές “χάριν  των αλλαγών” και όχι  διότι θεωρούνται  απαραίτητες μετά από εμπεριστατωμένη μελέτη.  Ομως η διαμόρφωση  "εθνικής πολιτικής" σε διάφορους τομείς. όπως η παιδεία, θέματα εξωτερικής πολιτικής κλπ αποτελεί πράγματι αναγκαιότητα. Το δημοψήφισμα λειτουργέεί ενάντια  στην γενικότερη αστάθεια, που προκαλείται με την πολυνομία και την συχνή αλλαγή των νόμων  και  συντείνει σημαντικά στην δημιουργία ευρύτερης συνταγματικοπολιτικής σταθερότητας.
[7]  Βλ. για την αντίστοιχη περίπτωση του Σ. της Βαϊμάρης ,S c h m i t tVolksentscheid und Volksbegehren σ. 9.-
[8]  S c h m i t t,  Volksentscheid und Volksbegehren σ. 9.-
[9] R o m m e l f a n g e r,  Das Konsultative Referendum σ. 39.-  H a m o n,  Le referendum, σ. 50 επ.-
[10]  H a m o n,  Le referendum, σ. 50 .-
[11]  H a m o n,  Le referendum, σ. 50 .-
[12] Οπως υποστηρίζετα, αρνητικά χρησιμοποιείται η νομιμοποιητική λειτουργία του δημοψηφίσματος, όταν επιδιώκεται εκ των υστέρων η έγκριση "τετελεσμένων γεγονότων".  Οταν πχ η κυβέρνηση  έχει ήδη υλοποιήσει την πολιτική της απόφαση και προχωρεί στην διεξαγωγή δημοψηφίσματος απλά και μόνο για να ζητήσει την έγκριση του εκλογικού σώματος.  Βλ. Σ π η λ ι ω τ ό π ο υ λ ο, Η νομική φύσις του δημοψηφίσματος, σ. 343.-
[13] W u e r t e n b e r g e r,  Akzeptanz von Recht und Rechtsfortbildung, σ. 92 επ.-
[14]  S c h m i t t,  Volksentscheid und Volksbegehren σ. 8.-
[15] Ως μειονέκτημα  του επικυρωτικού δημοψηφίσματος και της αντίστοιχης λειτουργίας του προβάλλεται,  ότι δεν αφήνεται ο λαός να σχηματίσει ο ίδιος  την θέλησή του, αλλά "προκαταλαμβάνεται" από την θέληση άλλου κρατικού οργάνου. Η απόφαση του λαού δεν είναι “πρωτογενής”, αντίθετα έχει δευτερογενή χαρακτήρα.  Ιδιαίτερα  για τις περιπτώσεις, στις οποίες τίθενται σε δημοψήφισμα πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας υποστηρίζεται, ότι το εκλογικό σώμα βρίσκεται προ "τετελεσμένων γεγονότων", των οποίων τον χειρισμό από την εκτελεστική εξουσία καλείται να επικυρώσει.  Η επιχειρηματολογία αυτή - πέρα από οποιαδήποτε επιρροή της προηγούμενης απόφασης του κρατικού οργάνου στην κρίση του εκλογικού σώματος - δεν φαίνεται ορθή, εφόσον  δεν υπάρχει εξαναγκασμός και η πραγματοποιούμενη διαδικασία εξασφαλίζει στον  λαό τη δυνατότητα να κρίνει αντίθετα από την απόφαση του κρατικού οργάνου. Αν  ο λαός κρίνει αντίθετα προς το κρατικό όργανο ασφαλώς δεν ισχύει το παραπάνω κατά του επικυρωτικού  δημοψηφίσματος επιχείρημα. Αλλά και στις περιπτώσεις, στις οποίες ο λαός ελεύθερα αποφασίζει και συμφωνεί με την προηγούμενη απόφαση, γιατί θα έπρεπε να θεωρηθεί η λαϊκή κρίση να εμηνευτεί ως αποτέλεσμα υποβολήςκαι όχι ως απόδειξη εναρμόνισης; Αλλά και πέραν αυτού, έστω και αν γίνει δεκτή οποιαδήποτε επίδραση της απόφασης του κρατικού οργάνου στην απόφαση του λαού γιατί θα έπρεπε οπωσδήποτε η επίδραση αυτή να θεωρηθεί  αρνητική και όχι θετική, καθόσο μάλιστα εξασφαλίζεται συναίνεση και συμφωνία εκλογικού  σώματος και άλλων κρατικών οργάνων;
[16]  S c h m i t t,  Volksentscheid und Volksbegehren σ. 8.-
[17] Οπως παρατηρεί ο Laferiere, Droit Constitutionnel  (1947)  σ. 449, "Le referendum, moyen de faire arbitrer par le peuple les conflicts entre les pouvoirs publics".
[18] Διαφορετικά φαίνεται να προβάλλει το όλο θέμα στο πλαίσιο της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το διαιτητικό δημοψήφισμα για την επίλυση διαφωνίας αρχηγού του κράτους και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν φαίνεται καταρχήν  να έχει θέση στην σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην οποία ο πρόεδρος προεδρεύει και δεν κυβερνά.  Δεν είναι επομένως καταρχήν νοητές διαφωνίες στην κυριολεξία του όρου, μεταξύ προέδρου και πλειοψηφίας της βουλής, οι οποίες θα έπρεπε να επιλυθούν με δημοψήφισμα. Εντούτοις το ουσιαστικό σημείο δεν είναι αν ο πρόεδρος “δικαιούται” ή “νομιμοποίειται” να διαφωνήσει προς την κυβέρνηση, αλλά το αν είναι σκόπιμο να μπορεί ο αρχηγός του κράτους να παραπέμπει το ζήτημα στο λαό λόγω της μεγάλης του σημασίας΄και όχι διότι οπωσδήποτε διαφωνεί προς την λύση, που προωθεί η κυβέρνηση. Το “διαιτητικό” αυτό  δημοψήφισμα κορυφής έχει επομένως χρησιμότητα και στο πλαίσιο της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
[19]  Για τον διαιτητικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος κατά το άρθρο 11 του γαλλικού Συντάγματος βλ. Λ ύ τ ρ α,  Το δημοψήφισμα κλπ., σ. 809 επ.-
[20]  Βλ. σχετ. και τις παρατηρήσεις του Τ σ ο ύ ρ κ α, Ζητήματα εφραμογής κλπ. σ. 870-71.-
[21] R o m m e l f a n g e r, Das Konsultative  ReferendumPZ , σ. 29, ο οποίος κάνει λόγο για “κυβερνητική” λειτουργία.-

[22] Αυτόν τον χαρακτήρα θα είχε πχ αν διεξήγετο δημοψήφισμα για το λεγόμενο σκοπιανό ζήτημα. Τέτοιο χαρακτήρα είχε μάλλον, όπως άλλωστε φάνηκε τελικά από τα ίδια τα ποσοστά του αποτελέσματος  το δημοψήφισμα των Σέρβων της Βοσνίας την  άνοιξη του 1993.
[23] Στην δεκαετία του 1970 σε κυρίαρχο θέμα του πολιτικού ανταγωνισμού και της πολιτικής ζωής είχε αναχθεί η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ που είχε λάβει θέσεις ενάντια στην Κοινή Αγορά τις οποίες εκμεταλλεύθηκε πολιτικά ως αντιπολίτευση.  Εντούτοις ως κυβέρνηση παρέμεινε - και μάλιστα χωρίς την διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην ΕΟΚ.  Η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την είσοδο της χώρας  θα είχε λύσει εξαρχής το ζήτημα., το οποίο θα είχε πάψει και να αποτελεί αντικείμενο πολιτκής αντιπαράθεσης. Δεν λείπουν επίσης οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες η αντιπολίτευση καπηλεύεται για κομματικά οφέλη χειρισμούς εθνικών θεμάτων  και κατηγορεί την κυβέρνηση για υποχωρήσεις ενώ και η ίδια,αν ήταν κυβέρνηση προέβαινε στους αυτούς χειρισμούς.
[24] Κάποιας μορφής αντιπολιτευτική λειτουργία εκδηλώνεται και στις περιπτώσεις στις οποίες το αντίθετο προς τους κυβερνητικούς στόχους ποσοστό δεν αναδεικνύεται πλειοψηφία, είναι όμως εξαιρετικά υψηλό.
[25] Πρβλ H u b e r, Das Gesetzesreferendum, σ. 5, ο οποίος θέτει το ερώτημα αν μπορεί το δημοψήφισμα να χρησιμοποιηθεί ως Instrument ausserparlamentarischer Opposition.-  Βλ. επίσης S c h a m b e c k,  Das Volksbegehren, σ. 5.- 
[26] Ο  Q u e r m o n n e, Le referendum: Essai de typologie prospective, θέτει το ερώτημα: votation ou question de confiance?
[27] Οπως επισημαίνεται, είναι δυνατή η εκμετάλευση της ενισχυτικής αυτής δύναμης με τους κατάλληλους χειρισμούς.  Είναι δηλαδή δυνατό, εφόσον την πρωτοβουλία διεξαγωγής έχει η κυβέρνηση, εφόσον δηλαδή πρόκειται για κυβερνητικό δημοψήφισμα,  να παραποιηθεί ο σκοπός του. Είναι δηλαδή πιθανό η κυβέρνηση να επιλέξει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος  για θέμα για το οποίο μπορεί να θεωρεί δεδομένη την απόφαση του λαού, έτσι ώστε να επιτύχει την  αναβάπτισή της στην λαϊκή κυριαρχία Πραγματική επιδίωξη της κυβέρνησης μπορεί να είναι όχι τόσο η έγκριση του συγκεκριμένου θέματος που τίθεται σε δημοψήφισμα, αλλά  η, με την ευκαιρία αυτή  έγκριση της όλης κυβερνητικής πολιτικής. Βλ. Σ π η λ ι ω τ ό π ο υ λ ο, Η νομική φύσις του δημοψηφίσματος σ. 343.- 
[28] F r a e n k e l, Das amerikanische Regierungssystem, σ. 42.- H u b e r,  Das Gesetzesreferendum, σ. 5.-
[29] Κ ο s t e d e   N., Das Plebiszit als Lernprozess, όπ. παρ., σ. 118 επ.-

[30]  Για την εκπαιδευτική λειτουργία (edukatorische Funktion) βλ. μετ. άλ. S t r e i n z,  Buergerbegehren und Buergerenscheid, σ. 311.-
[31] Ο  B r y c e κάνει λόγο για "educative value" και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι " Direct Legislation  ... is unequalled as an instrument of practical instruction in politics. Every voting compels the citizen who has a sense of civic duty to try to understand the question submitted, and reach a conclusion thereon".  B r y c e, Modern Democracies  τ. 2 σ. 434.- 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου