Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Κράτος και Κοινωνία τον 21ο Αιώνα


 Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Το Θέμα

1. Η πραγματικότητα που μας περιβάλλει, η φύση των πραγμάτων, έχει τρείς βασικές διαστάσεις κοινωνική, πολιτική και οικονομική. Κατά συνέπεια και ο άνθρωπος δρα ως κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό όν. Κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή αποτελούν αναγνωριζόμενες από το Σύνταγμα (άρθρ.5) μερικότερες περιοχές της ευρύτερης κοινωνικοκρατικής συνύπαρξης. Οι σχέσεις κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής, ρυθμίζονται συνταγματικά. Δεν βρίσκονται μεταξύ τους στο ίδιο επίπεδο, αλλά τελούν σε ιεραρχική σχέση. Σύμφωνα με θεμελιώδη απόφαση του συντακτικού νομοθέτη (άρθρ. 2 παρ.1 και 106 παρ.2) στην κορυφή του «συνταγματικού τριγώνου», που απαρτίζουν τα αναπόσπαστα αυτά στοιχεία, βρίσκεται η Κοινωνία, ο κοινωνικός άνθρωπος. Η ανθρώπινη αξία αποτελεί την ανώτατη συνταγματικά αξία και το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, την καταστατική αρχή της έννομης τάξης.  Πολιτική και Οικονομία αποτελούν μέσα, που πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση του ανθρώπου. Η Κοινωνία πρέπει κατά το Σύνταγμα να υπερέχει και να την υπηρετούν η Οικονομία και η Πολιτική. Αυτή είναι η κατά τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη ορθή θέση της «συνταγματικής πυξίδας», που συναποτελούν κοινωνία, πολιτική και οικονομία, ώστε να επιτυγχάνεται ευνομία και ευημερία. Η λειτουργία της οικονομίας και της πολιτικής αποκτούν ουσιαστική σημασία και χρησιμότητα, όταν υπηρετούν την κοινωνία και δεν επιτρέπεται να λειτουργούν σε βάρος της.  Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, στις οποίες -αντίθετα προς τη συνταγματική επιταγή- οικονομία και πολιτική έχουν υποτάξει και εκμεταλλεύονται την κοινωνία. Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν συνταγματικά «αποκλίσεις», παθολογικές καταστάσεις, όχι μόνον δικαιϊκού, αλλά και ιστορικού / πραγματικού χαρακτήρα, καθόσον η ανισορροπία αυτή προκαλεί κρίσεις και αναταραχές. Στη συγκεκριμένη περιπτωση απαραίτητη είναι η εξασφάλιση - το συντομότερο δυνατό - της υπεροχής της κοινωνίας πάνω στην πολιτική και την οικονομία, ώστε να επανέλθει η «συνταγματική πυξίδα» και να αποκατασταθεί η συνταγματικά και ιστορικά ορθή  ισορροπία των τριών στοιχείων και η ομαλότητα που αυτή εξασφαλίζει.
2. Οι σχέσεις Κράτους – Κοινωνίας, με τις οποίες ιδιαίτερα ασχολήθηκε η επιστήμη του δημοσίου δικαίου,  αποτελούν μερικότερη διάσταση των σχέσεων κοινωνίας και πολιτικής. Κράτος και Κοινωνία και οι μεταξύ τους σχέσεις  έχουν καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση του νομικού συστήματος και της νομικής σκέψης και ανήκουν στις βασικές παραμέτρους, που διαμόρφωσαν το δημόσιο δίκαιο της Δυτικής Ευρώπης. Άλλωστε αυτή η ίδια η διάκριση του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό βασίστηκε στη διάκριση Κράτους και Κοινωνίας. Η διάκριση Κράτους και Κοινωνίας ανήκει στις βάσεις της θεωρίας του δημοσίου δικαίου και σε αυτήν επίσης οικοδομείται η κλασσική θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων και η διαμόρφωση θεμελιωδών αρχών, όπως η αρχή του κράτους δικαίου, του κοινωνικού κράτους κλπ.  Οι σχέσεις Κράτους / Κοινωνίας, ως νομικό και κοινωνικό ζήτημα ανήκουν στα σπουδαιότερα θέματα και η εξέλιξη τους αποτελεί πράγματι τον καθρέφτη της εξέλιξης του δημοσίου δικαίου (αλλά και του δικαίου γενικότερα). Η κλασσική θεωρία μελετά τις σχέσεις Κράτους / Κοινωνίας (δηλαδή κατά βάση τις σχέσεις κοινωνίας / πολιτικής) χωρίς κατά τη νομική ανάλυση να λαμβάνει βασικά υπόψη τον τρίτο βασικό παράγοντα, την οικονομία. Όμως κοινωνία, πολιτική και οικονομία αποτελούν ενιαίο σύμπλεγμα και αν κάποτε ήταν ίσως δυνατή η αποκομμένη, στη σύγχρονη εποχή, είναι απολύτως αναγκαία η ταυτόχρονη θεώρησή τους, όπως σήμερα είναι περισσότερο ορατό από άλλοτε, για την εξαγωγή ορθών νομικών (και όχι μόνον) συμπερασμάτων.  Οι τεράστιες οικονομικές – χρηματοπιστωτικές αλλαγές, που έχουν επέλθει σε παγκόσμιο επίπεδο, είχαν τεράστιες επιπτώσεις στην εγχώρια πολιτική και ακολούθως στην κοινωνία, ιδιαίτερα στη Χώρα μας, μέσω της πειραματικής εφαρμογής των πλέον σκληρών χρηματοπιστωτικών μέτρων. Οι μεταβολές αυτές  αναγκαία είχαν τις ανάλογες επιπτώσεις στον δικαιϊκό χώρο της δημόσιας και της ιδιωτικής περιοχής, που δεν έχουν απλά επιφανειακό, αλλά βαθύτερο ουσιαστικό χαρακτήρα, αναγόμενο στις δομές της έννομης τάξης και στις σχέσεις Κράτους Κοινωνίας.

Η αντίθεση Κράτους και Κοινωνίας

3. Σύμφωνα με την παραδοσιακή, γερμανικής προέλευσης, θεωρία (Hegel) Κράτος και Κοινωνία διακρίνονται μεταξύ τους, βρίσκονται σε αντίθεση. Το Κράτος νοούμενο κυρίως ως εξουσία, ως δύναμη, ως κρατική οργάνωση (Apparat), διακρίνεται από την Κοινωνία, τον Λαό. Με τον όρο «κράτος», «κρατική περιοχή» νοείται κυρίως ο χώρος, στον οποίο βρίσκονται οι κρατικοί θεσμοί, όπως διαμορφώνονται από τους κανόνες δικαίου, δηλαδή η κρατική οργάνωση, η περιοχή λειτουργίας των κρατικών οργάνων. Αντίστοιχα η Κοινωνία γίνεται αντιληπτή ως το άθροισμα όλων των εμφανίσεων της ανθρώπινης συνύπαρξης, που βρίσκονται «έξω από το Κράτος. Το Κράτος, κατά τη θεωρία αυτή, ως «πραγματικότητα της ηθικής ιδέας» (Wirklichkeit dre sittlichen Idee) επιδιώκοντας την πραγματοποίηση του γενικού συμφέροντος, βρίσκεται πάνω από την Κοινωνία, η οποία αποτελεί «σύστημα αναγκών» (System der Beduerfnisse) και είναι κατανεμημένη σε πλήθος ομάδων, που επιδιώκουν την ικανοποίηση μερικότερων συμφερόντων. Οι μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας σχέσεις διακρίνονται κατά τη θεωρία αυτή ακριβώς από την αντίθεση που κατισχύει στις σχέσεις τους. Μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας υπάρχει διαχωριστική γραμμή, σύνορο απαραβίαστο.
4. Η γερμανική νομική επιστήμη επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη δυαδιστική θεωρία του Hegel, για την αντιθετική διάκριση Κράτους και Κοινωνίας, η οποία δεν είχε  πάντως ιδιαίτερη απήχηση στην επιστήμη άλλων κρατών.  Σήμερα γίνεται γενικότερα αποδεκτό, ότι η παλαιά δυαδιστική θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει τις μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας σχέσεις. Ο G.Leibholz έχει προτείνει τη «μερική ταυτότητα» Κράτους και Κοινωνίας, σε αντικατάσταση της μεταξύ τους αντινομίας[1]. Από μερικούς το Κράτος θεωρείται  ως «όργανο της Κοινωνίας» (Instrument der Gesellschaft).
5. Σε ευθεία αντίθεση προς την αντιθετική διάκριση Κράτους και Κοινωνίας βρίσκεται η αρχαιοελληνική, μονιστική αντίληψη της ταυτότητας Κράτους και Κοινωνίας, η οποία διατυπώνεται εκφραστικότατα στη ρήση «άνδρες πόλις».  Πράγματι Κράτος και Κοινωνία είναι δύο συνυφασμένες οντότητες. Το Κράτος δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό χωρίς την Κοινωνία, καθόσον είναι η πολιτική οργάνωση της Κοινωνίας. Η ιστορική πορεία έχει αποδείξει, ότι η ύπαρξη αντίθεσης μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας δεν ανήκει στη φύση των μεταξύ τους σχέσεων, αλλ΄εξαρτάται από το πολίτευμα[2]. Όσο λιγότερο δημοκρατικό είναι το πολίτευμα, τόσο η αντίθεση αυτή οξύνεται, εντείνεται και ενισχύεται. Αντίθετα, όσο περισσότερο δημοκρατικά λειτουργεί το Κράτος, τόσο η αντίθεσή του προς την Κοινωνία εξασθενεί, ελαττώνεται και τείνει να εξαλειφθεί. Κράτος και Κοινωνία τείνουν να ταυτισθούν. Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα, αν και πόσο Κράτος και Κοινωνία ταυτίζονται, εξαρτάται από το μέγεθος και την ποιότητα της δημοκρατικής λειτουργίας. Εφόσον υπάρχει και λειτουργεί ουσιαστικά δημοκρατικό πολίτευμα Κράτος και Κοινωνία τείνουν να ταυτιστούν (ταυτότητα κυβερνώντων και κυβερνωμένων). Αντίθεση μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας (Λαού) αναπτύσσεται αναγκαία στις αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
6. Οι παραπάνω σύντομες, για ένα τόσο μεγάλο θέμα, παρατηρήσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση των σχέσεων Κράτους και Κοινωνίας στη σύγχρονη εποχή. Η διαπίστωση της εξάρτησης των σχέσεων Κράτους / Κοινωνίας από τη δημοκρατική λειτουργία, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την ανίχνευση της  ουσίας της συνολικής λειτουργίας τους.  Η αντίθεση Κράτους και Κοινωνίας,  την οποία δίδαξε η κλασσική θεωρία, δεν είναι πάντως ιστορικά αδικαιολόγητη ούτε ασφαλώς ξένη προς την πραγματικότητα της εποχής της. Αντίθετα βασίστηκε σε αυτή, βασίστηκε δηλαδή στην αντίθεση μονάρχη – Λαού, που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη.  Η κοινωνικοπολιτική εξέλιξη, οι δημοκρατικές κατακτήσεις οδήγησαν στη δημιουργία του δημοκρατικού κράτους του (κυρίως δεύτερου μισού)  περασμένου αιώνα. Το κράτος αυτό, μέσω των πολιτικών κομμάτων και των θεσμών άμεσης Δημοκρατίας, εξασφάλισε σε ικανό βαθμό την ευρύτερη συμμετοχή της Κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων, μειώνοντας ταυτόχρονα αισθητά την παραδοσιακή μεταξύ τους αντίθεση. Δημιουργήθηκε έτσι κάποιας μορφής «δημοκρατικό κεκτημένο» στη δυτική κυρίως Ευρώπη, στο  πλαίσιο των κοινοβουλευτικών και δημοκρατικών θεσμών, των οποίων τη λειτουργία εξασφάλισαν τα εθνικά κράτη. Η κοινωνία στον αγώνα της για πρόοδο και εξασφάλιση, διεκδίκησε και δημιούργησε  και άλλα  «κεκτημένα», στα οποία το επηρεαζόμενο από αυτή δημοκρατικό κράτος προσέδωσε τη μορφή κανόνων δικαίου και σε ορισμένες περιπτώσεις συνταγματικού κύρους. Κυριαρχούσε, εύλογα ίσως, η πεποίθηση, ότι η νομική κατοχύρωση και κυρίως η συνταγματική αποτελούσε πλήρη εξασφάλιση της μονιμότητας αυτών των ρυθμίσεων.
7. Στο ευρύτερο περιβάλλον αυτής της εξέλιξης τίποτε δεν προμήνυε τις ανατροπές, που έμελλε να προκαλέσει η επικράτηση σε διεθνές επίπεδο της χρηματοπιστωτικής εξουσίας. Πράγματι οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές εξελίξεις, που δρομολογήθηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 1970, οδήγησαν στην ανάδειξη και την υπερδυνάμωση της χρηματοπιστωτικής εξουσίας και στην επέκταση του ελέγχου, τον οποίο ασκεί  πάνω στα εθνικά κράτη και τις εθνικές κυβερνήσεις. Η  γιγάντωση της χρηματοπιστωτικής εξουσίας κατέστη δυνατή μέσω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της κατά συνέπεια απώλειας σε μεγάλο βαθμό του ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων επί των εθνικών οικονομιών.  Η εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδήγησε στην υπερτροφία της χρηματοπιστωτικής εξουσίας, η οποία σε εθνικό επίπεδο εμφανίζεται ως «εξουσία των δανειστών», ως «πιστωτική εξουσία». Η χρηματοπιστωτική εξουσία επεμβαίνει όχι μόνον έμμεσα, αλλά και άμεσα πλέον στη διαμόρφωση της πολιτικής των κρατών, κυρίως των υπερχρεωμένων,  επιβάλλοντας την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων, έναντι της παροχής δανείων.
Η εξέλιξη του χρηματοπιστωτισμού (οικονομίας) και  η επίδρασή του επί των  κυβερνήσεων (πολιτικής) ανέτρεψε τη δύσκολη, σχετική, ισορροπία στις σχέσεις Κράτους/Κοινωνίας,   που με κόπους είχε εξασφαλιστεί στο πλαίσιο λειτουργίας του δημοκρατικού κοινωνικού κράτους του περασμένου αιώνα και έφερε στο προσκήνιο την παλαιάς μορφής αντίθεση Κράτους και Κοινωνίας της εποχής της μοναρχίας. Οι σχέσεις Κράτους / Κοινωνίας  οξύνθηκαν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θυμίζοντας το παλαιό υπόδειγμα, πάνω στο οποίο βασίστηκε η κλασσική θεωρία και το «κλασσικό δημόσιο δίκαιο». Πρόκειται πράγματι για θλιβερή οπισθοδρόμηση. Η αναβίωση της παλαιάς αντίθεσης Κράτους και Κοινωνίας βαίνει παράλληλα προς την υποχώρηση της Δημοκρατίας και των δημοκρατικών ελευθεριών. Η Δημοκρατία δεν έμεινε και δεν θα μπορούσε να μείνει αλώβητη από τη χρηματοπιστωτική εισβολή. Η χρηματοπιστωτική εξουσία, εφόσον δεν ελέγχεται, δεν είναι φιλική προς ένα πολιτικό σύστημα γνήσια δημοκρατικό, του οποίου η λειτουργία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της δικής της υπεροχής. Αντίθετα επιδιώκει τη λειτουργία μιας «περιορισμένης Δημοκρατίας» «χρηματοπιστωτικού τύπου», στην οποία η «πολιτική αντιπαράθεση» θα επικεντρώνεται σε πολύ δευτερεύοντα ζητήματα «καλής ή κακής διαχείρισης», σε διαφωνίες για το ποιος είναι ο καλλίτερος διαχειριστής και δεν θα επεκτείνεται στην αμφισβήτηση της διαχειριστικής πρότασης. Αυτή η «εικονικοποίηση», δηλαδή η «σμίκρυνση» της Δημοκρατίας, η «Δημοκρατία των προθύμων», βαίνει παράλληλα προς την απότομη όξυνση της αντίθεσης Κράτους και Κοινωνίας, ορατή στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη της Νότιας Ευρώπης. Η αντίθεση «Δημοκρατίας και Οικονομίας», ορθότερα η αντίθεση «Δημοκρατίας και χρηματοπιστωτισμού» βρίσκεται στο επίκεντρο του σύγχρονου κόσμου.
8. Το Κράτος υπήρξε ο «χώρος» μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όπως εξελίχθηκε από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι σήμερα. Αυτή η ίδια η Δημοκρατία, ως πολίτευμα, αναφέρεται σε συγκεκριμένο  Κράτος. Δημοκρατία χωρίς Κράτος δεν υπάρχει (ενώ υπάρχουν Κράτη χωρίς Δημοκρατία). Μέσα στο Κράτος υπάρχουν και αναγνωρίζονται συνταγματικά δικαιώματα, ήτοι είναι ο πραγματικός και νομικός χώρος άσκησης των δικαιωμάτων. Το Κράτος αρχικά τουλάχιστον, πριν δηλαδή από τη λεγόμενη «απορρύθμιση», βρέθηκε εκ των πραγμάτων αντιμέτωπο προς την επέκταση της παγκοσμιοποίησης. Αν ο παλαιός φιλελευθερισμός στάθηκε – ορθά- απέναντι στο μοναρχικό και αυθαίρετο Κράτος, ο σύγχρονος χρηματοπιστωτικός φιλελευθερισμός, ή «νεοφελελευθερισμός», όπως συνήθως αποκαλείται, στρέφεται κατά του δημοκρατικού και κοινωνικού Κράτους.   Η «ιδέα» του Κράτους έχει γίνει στόχος σφοδρών θεωρητικών επιθέσεων. Πολλές φορές προβάλλεται το «ξεπέρασμα» του Κράτους ή και αυτό το «τέλος του Κράτους» ενόψει της παγκοσμιοποίησης και ενεργοποιείται η αναζήτηση του τι υπάρχει «πέρα από το Κράτος», το οποίο φέρεται περίπου σαν να έχει τελειώσει την αποστολή του, σαν να έκλεισε τον ιστορικό του κύκλο και πρέπει να αντικατασταθεί από «κάτι άλλο». Όμως χωρίς Κράτος είναι δύσκολο να υπάρξει Δημοκρατία, αλλά και ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, όπως σήμερα τα γνωρίζουμε. Πάντως η «μετάλλαξη του Κράτους» μετά τη χρηματοπιστωτική εισβολή, η μετάβαση από το δημοκρατικό κοινωνικό Κράτος στο «χρηματοπιστωτικό Κράτος» είναι αναμφισβήτητη. Το σύγχρονο Κράτος έχοντας πλέον περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου της οικονομίας του και χάνοντας κατά συνέπεια και ανάλογο τμήμα της εθνικής του κυριαρχίας,  απομακρύνεται από το μοντέλο του «κυρίαρχου Κράτους» «παλαιού τύπου». Η απώλεια εθνικής κυριαρχίας ανεπίτρεπτα πολλαπλασιάζεται στις περιπτώσεις υπερδανεισμού, όπως επίσης και στις περιπτώσεις απώλειας της εξουσίας έκδοσης και κυκλοφορίας νομίσματος. Η σύγχρονη εποχή του πρώιμου χρηματοπιστωτισμού θυμίζει σε πολλά σημεία την ελληνιστική και τη μετέπειτα ρωμαϊκή εποχή, κατά την οποία η αρχαία ελληνική πόλη είχε απωλέσει την ανεξαρτησία της και η εγχώρια πολιτική δεν είχε αποφασιστικό λόγο στις σημαντικές πολιτικές αποφάσεις.  Η επανεμφάνιση της αντίθεσης Κράτους / Κοινωνίας προϋπέθετε τη «μετάλλαξη του Κράτους, τη μετάβαση από το δημοκρατικό στο «χρηματοπιστωτικό κράτος». Στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής διακυβέρνησης αναπτύσσεται πλέον μιας άλλης μορφής «χρηματοπιστωτική νομιμότητα», βασισμένη στην οικονομική αξία ως υπέρτατη αξία, όπως εξειδικεύεται στο «μνημονιακό παρασύνταγμα», στις χώρες που έχει επιβληθεί.

***
9.  Οι περί κοινωνικοικονομικού ανταγωνισμού αντιλήψεις της εποχής της δημιουργίας των πρώτων Συνταγμάτων σχηματοποιήθηκαν επίσης στη διάκριση Κράτους / Κοινωνίας. Η Κοινωνία θεωρήθηκε ως ο χώρος του πλουραλισμού και του κοινωνικοικονομικού αγώνα, ενώ το Κράτος ως ο χώρος της ενότητας και της ισορροπίας.  Η παλαιότερη φιλελεύθερη Δημοκρατία και το δίκαιο που δημιούργησε βασίστηκε στο δυαδισμό Κράτους / Κοινωνίας. Η Κοινωνία ήταν ο χώρος της ελεύθερης δράσης και ανάπτυξης των ατόμων μέσα στην οποία το Κράτος δεν είχε, από συνταγματική άποψη, δικαίωμα επέμβασης. Κατά την κλασσική θεωρία τα ατομικά δικαιώματα χαράζουν τα νομικά σύνορα, ανάμεσα στη κοινωνική και στη κρατική περιοχή, βάζουν τα διαχωριστικά όρια Κράτους – Κοινωνίας. Οι βασικές τάσεις που επικράτησαν κατά την οικοδόμηση του κράτους δικαίου ήταν η δέσμευση του Κράτους και η αποδέσμευση του ατόμου. Η ελευθερία του ανθρώπου προϋπέθετε τη δέσμευση του Κράτους και η δέσμευση της κρατικής εξουσίας είχε ως αποτέλεσμα, κατά τις τότε αντιλήψεις, την ελευθερία του ανθρώπου. Το κράτος δικαίου είναι Κράτος μη επέμβασης, Κράτος αποχής. Τα ατομικά δικαιώματα περιέχουν δεσμευτικούς για την κρατική εξουσία κανόνες δικαίου. Ο κατά του Κράτους αμυντικός χαρακτήρας των ατομικών δικαιωμάτων έλαβε τη  νομική μορφή της αξίωσης προς παράλειψη (nec facere). Η υποχρέωση του Κράτους «να μη πράττει», να παραλείπει, να απέχει, βαίνει παράλληλα προς την προς παράλειψη αξίωση του πολίτη (status negativus). H κατά του Κράτους κατεύθυνση των ατομικών δικαιωμάτων προσδιοριζόμενη από την πολιτική αντίθεση Κράτους / Κοινωνίας, ήταν κατεύθυνση αρνητική, αντικρατική.
10. Η εξέλιξη της Δημοκρατίας του περασμένου αιώνα οδήγησε στη μείωση της έντασης της αντικρατικής κατεύθυνσης των ατομικών δικαιωμάτων και την παράλληλη ανάδειξη της κατά των ιδιωτών κατεύθυνσής τους. Το δημοκρατικό κράτος είναι εκείνο που σέβεται τα ατομικά δικαιώματα, τα οποία και για τον λόγο αυτό δεν απειλούνται στον βαθμό και την έκταση που συνέβαινε αυτό κατά το παρελθόν. Όμως η μετάβαση στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό Κράτος και η επικαιροποίηση της παλαιότερης αντίθεσης Κράτους / Κοινωνίας, αναβίωσε και ενδυνάμωσε την αντικρατική κατεύθυνση των ατομικών δικαιωμάτων, η οποία επίσης είχε ατονίσει σε μεγάλο βαθμό, λόγω της λειτουργίας του δημοκρατικού κράτους. Η κατά του Κράτους κατεύθυνση των ατομικών δικαιωμάτων ανακτά στις μέρες του χρηματοπιστωτικού αντιπροσωπευτισμού πρωταρχική  σημασία, όπως είχε τον περασμένο αιώνα. Το χρηματοπιστωτικό Κράτος αποκτά μέσω των χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων σημαντική πρόσβαση ακόμη και στην ιδιωτική σφαίρα των ατόμων και στην Κοινωνία συνολικά, μη δεσμευόμενο από τη διάκριση Κράτους Κοινωνίας.  Η υποχώρηση της ανθρώπινης αξίας έναντι της χρηματικής, έχει ως αποτέλεσμα την υποχώρηση όλων των συνδεόμενων με αυτή συνταγματικών δικαιωμάτων, δηλαδή την υποχώρηση του κράτους δικαίου. Η ιδιοκτησία, βασικό προστατευτικό αντικείμενο του κράτους δικαίου και του ομώνυμου ατομικού δικαιώματος, πλήττεται καίρια από το χρηματοπιστωτικό κράτος, αφενός μεν απαξιούμενη μέσω των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών, αφετέρου δε υπερφορογούμενη και όχι επί της πραγματικής (όπως ορίζει το Σύνταγμα) αλλά επί της «εμπορικής» της αξίας. Πλήττεται κατ΄αυτό τον τρόπο καίρια η μεσαία τάξη και κατ επέκταση και πάλι η Δημοκρατία, της οποίας αποτελεί την απαραίτητη κοινωνική βάση (Αριστοτέλης). Η άνευ όρων επέμβαση του χρηματοπιστωτικού κράτους  στο εισόδημα και την περιουσία των πολιτών, αποτελεί σε τελική ανάλυση  επέμβαση σε όλα σχεδόν τα συνταγματικά δικαιώματα, των οποίων η άσκηση προϋποθέτει δαπάνη. Η κατά του Κράτους κατεύθυνση των δικαιωμάτων αυτών αναδεικνύεται εκ νέου, με προεξάρχουσα την οικονομική διάσταση, εναντιούμενη δηλαδή στο επεμβατικό κράτος, το οποίο εμποδίζει την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, μέσω της δυσανάλογης αφαίρεσης περιουσίας και εισοδήματος.
11. Συνεπής προς την παραπάνω εξέλιξη είναι η καθημερινή αποδόμηση του Κοινωνικού Κράτους, που επίσης υπήρξε δημιούργημα του περασμένου αιώνα. Το «κοινωνικό κεκτημένο» του Ελληνικού Λαού, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο  αποδομείται καθημερινά. Το Κοινωνικό Κράτος υπήρξε αποτέλεσμα της λειτουργίας της Δημοκρατίας. Μόνο το δημοκρατικό Κράτος, εξαρτώμενο από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, διαθέτει την κοινωνική ευαισθησία και επομένως μόνον αυτό στρέφεται προς την κοινωνία, λαμβάνοντας έτσι τη μορφή του κοινωνικού κράτους. Γι αυτό κοινωνικό κράτος χωρίς Δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρχει. Η αποδημοκρατικοποίηση βαίνει παράλληλα προς την αποκοινωνικοποίηση του Κράτους. Αυτό ασφαλώς σημαίνει συρρίκνωση ή και εξαφάνιση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση ως αντικείμενα κοινωνικών δικαιωμάτων πλήττονται άγρια με την άνοδο του χρηματοπιστωτικού κράτους. Άλλωστε τα αντικείμενα αυτά έχουν ήδη ενταχθεί στο κερδοσκοπικό στόχαστρο του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος της χρηματοπιστωτικής εξουσίας. Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνικά Δικαιώματα, αν και συνταγματικά κατοχυρωμένα, φθίνουν καθημερινά. Η εξασφάλιση βασικό αίτημα της Κοινωνίας, είχε σε κάποιο βαθμό ικανοποιηθεί μέσα από τις ρυθμίσεις και εφαρμογές του Κοινωνικού Κράτους. Οι χρηματοπιστωτικές μεταβολές εξαφάνισαν σχεδόν κάθε ίχνος εξασφάλισης επαναφέροντάς την με πολύ μεγαλύτερη ένταση ως κύριο κοινωνικοπολιτικό αίτημα.
12. Με την είσοδο στον 21ο αιώνα η ανθρωπότητα εισήλθε σε μια νέα περίοδο «χρηματοπιστωτικού πολιτισμού». Ο ανθρωπισμός, που οικοδομήθηκε – στην Ευρώπη κυρίως- μετά τις τραγικές εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με άλλα λόγια η ανθρώπινη αξία, που κατοχυρώθηκε στα Συντάγματα των Ευρωπαϊκών Κρατών και στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, άρχισε να υποχωρεί και να παραχωρεί έδαφος στην «χρηματική αξία», ως υπέρτατη αξία της νέας χρηματοπιστωτικής εποχής, αλλάζοντας δραματικά τα κριτήρια σκέψης και δράσης. Η μεταβολή αυτή σημαίνει ανατροπή της υπεροχής της κοινωνίας επί της οικονομίας, υπεροχή η οποία όμως αποτελεί συνταγματική επιταγή, που απορρέει κυρίως από τα άρθρα 2 παρ. 1, 25 και 106 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά το οποίο η οικονομία πρέπει υπηρετεί την κοινωνία και όχι το αντίθετο. Η άνευ όρων μετακύληση στην Κοινωνία, του από το Κράτος συνομολογούμενου δημοσίου χρέους, πέρα της «κόκκινης γραμμής», την οποία τα ίδια τα συνταγματικά δικαιώματα, το ίδιο το Σύνταγμα θέτει και μάλιστα μέσα από «συνοπτικές διαδικασίες», αντίθετες στην ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος,  οδηγεί σε οξύτατη αντίθεση Κράτους/Κοινωνίας και τελικά σε επικίνδυνη διακινδύνευση της συνταγματικής νομιμότητας και της κοινωνικής συνοχής.  Δημοσιονομικά ελλείμματα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν ακόμη και στα πιο πλούσια κράτη, πρέπει όμως να καλύπτονται μέσα από την αύξηση της παραγωγής και με άλλους τρόπους και κυρίως όχι αποκλειστικά σχεδόν από την υπερφορολογούμενη μικροϊδιοκτησία και από τους περικοπτόμενους μισθούς και συντάξεις, δηλαδή τελικά εις βάρος των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών. Η εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων απαιτεί ασφαλώς θυσίες, δεν μπορεί όπως ποτέ να γίνεται σε συντεταγμένο Κράτος πέρα από τα όρια, που χαράσσει το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης και ο σεβασμός των κοινωνικών, οικονομικών και των άλλων δικαιωμάτων των πολιτών. Τα συνταγματικά δικαιώματα είναι εκείνα που διαγράφουν τα όρια οποιασδήποτε οικονομικής θυσίας. Η μέσω της ενίσχυσης της Δημοκρατίας άμεση αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους αποτελεί συνταγματική υποχρέωση όλων. Μόνον ο δρόμος αυτός μπορεί να επαναφέρει την απαραίτητη αποκατάσταση της ισορροπίας Κράτους και Κοινωνίας. Η αντίθετη πορεία  οδηγεί στην όξυνση της αντίθεσης των ήδη τεταμένων σχέσεων Κράτους και Κοινωνίας και στον λαβύρινθο των αναγκαίων συνεπειών. Από την πορεία που θα ακολουθηθεί εξαρτάται, τον αιώνα που έρχεται, το  μέλλον των Κρατών και των συνενώσεων των Κρατών, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.



[1] Leibholz, Das Wesen der Repraesentation κλπ σ. 245.
[2] Βλ. Δημητρόπουλο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου σ. 122.